- πασμάτιον
- πασμάτιον, τό, Dim. of foreg., in pl.,A spangles, π. ἐπίτηκτα, π. χρυσᾶ, IG22.1524.178, 181.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πασμάτιον — τὸ, Α [πάσμα, ατος (II)] μικρό κόσμημα … Dictionary of Greek